- παλαίω
- παλαίω, αιολ. τ. πάλαιμι, βοιωτ. τ. παλήω (Α)παλεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. παλαίω εμφανίζει πιθ. επίθημα *-ye / -yo (πρβλ. κερ-αίω, λαγ-αίω), οπότε οι τ. τού μέλλ. και αορ. παλαίσω, ἐπάλαισα πρέπει να θεωρηθούν υστερογενείς αναλογικοί σχηματισμοί. Η σύνδεση με το ρ. πάλλω προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αντίθετα, το ουσ. πάλη (Ι) (πρβλ. πάλη [ΙΙ]), το οποίο θεωρείται υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παλαίω, είναι πιθ. να συνδέεται με το πάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.